- ἐπαγωγός
- ἐπαγωγ-ός, όν,A bringing on,
μανίας A.Fr.57.5
(anap.);ἡδονῆς Gorg.Hel.10
;ὕπνου Pl.Ti.45d
;κίνησις ἐ. ὁράσεως Ph.2.359
.II attractive, alluring,τὰ ἐπαγωγότατα λέγειν Hdt.3.53
, cf.Th.4.88; ἀκούσαντες . . ἐπαγωγὰ καὶ οὐκ ἀληθῆ, of ex-parte statements, Id.6.8, cf. 5.85; ὀνόματος ἐπαγωγοῦ δυνάμει ἐπισπάσασθαι ib. 111;ἐ. πρός τι X.Oec.13.9
;λόγοι ἐ. D.59.70
; of dainty dishes,ὄψον . . ἐ. πάνυ Antiph.242
: [comp] Sup.,δελέατα καὶ φίλτρα -ότατα Ph.1.396
: c. gen.,ἐ. ἡδονῇ τῶν ἀκροωμένων D.H.Isoc.3
;τοῦ δήμου Plu.Publ.2
; alsoἔμφασιν κάλλους ἐπαγωγὸν εἶναι τοῦ ἔρωτος Chrysipp.Stoic.3.181
; ἐπαγωγόν ἐστι, c. inf., it is a temptation to . ., X.Mem.2.5.5;τὸ ἐ.
seductiveness,Pl.
Phlb.44c: neut. as Adv.,ἐπαγωγὸν μειδιᾶν Luc. DMeretr.1.2
, 6.3. Adv.-γῶς Poll.4.24
: [comp] Sup.-ότατα Paus.9.12.5
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.